μελό

μελό
το
αφηγηματικό ή δραματικό έργο ασήμαντης καλλιτεχνικής αξίας που αποσκοπεί στην εύκολη συγκίνηση τών αναγνωστών ή τών θεατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. melo, συγκεκομμένος τ. τού melo-drame].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Nikos Xanthopoulos — Νίκος Ξανθόπουλος Born 31 August 1934 (1934 08 31) (age 77) Athens, Greece Occupation actor, singer Years active 1957 Spouse …   Wikipedia

  • γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α …   Dictionary of Greek

  • καρφοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. μελο ποιός, φανο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • ναστοκόπος — ναστοκόπος, ον (Α) αυτός που τρώει ναστούς ή που κόβει ναστούς, πίτες που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναστός «πίτα» + κόπος (< κόπτω), πρβλ. καλαμο κόπος, μελο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • Αρμένης, Γιώργος — (Κληματιά Ιωαννίνων 1943 –). Θεατρικός σκηνοθέτης, ηθοποιός και συγγραφέας. Σπούδασε στη σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, από τη σκηνή του οποίου και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία το 1967, ερμηνεύοντας διάφορα κλασικά και… …   Dictionary of Greek

  • ζακερί — (jacquerie). Επαναστατική εξέγερση των Γάλλων χωρικών που ξέσπασε στην Ιλ ντε Φρανς, τον Μάιο του 1358. Η σπίθα που την προκάλεσε ήταν μια σύγκρουση των κατοίκων του χωριού Σεν Λε με μερικούς στρατιώτες του πεζικού. Όμως, οι βαθύτερες αιτίες που… …   Dictionary of Greek

  • Ζαφειρίου, Ελένη — (Λάρισα 1920 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Υιοθετημένο παιδί της Κυριακούλας Ζαφειρίου που ήταν επίσης ηθοποιός στα μπουλούκια, σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου παρέμεινε για μία δεκαετία κάνοντας την πρώτη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”